ατεγκτος

ατεγκτος
    ἄτεγκτος
    ἄ-τεγκτος
    2
    1) несмачивающийся, не размягчающийся
    

(χαλκός Arst.)

    2) непреклонный, неумолимый Aesch., Plut.
    3) безжалостный, жестокий Soph., Eur., Arph., Plut., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ατεγκτος" в других словарях:

  • ἄτεγκτος — not to be softened by water masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτεγκτος — η, ο (AM ἄτεγκτος, ον) (για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος νεοελλ. ανεπηρέαστος αρχ. αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»] …   Dictionary of Greek

  • άτεγκτος — η, ο επίρρ. α (κυριολ. αυτός που δε μαλακώνει όσο κι αν βραχεί), άσπλαχνος, άκαμπτος, αυστηρός: Παρ όλη τη συγκινητική απολογία του κατηγορουμένου οι δικαστές υπήρξαν άτεγκτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτεγκτότερον — ἄτεγκτος not to be softened by water adverbial comp ἄτεγκτος not to be softened by water masc acc comp sg ἄτεγκτος not to be softened by water neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέγκτω — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέγκτως — ἄτεγκτος not to be softened by water adverbial ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτεγκτον — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc sg ἄτεγκτος not to be softened by water neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέγκτοις — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέγκτου — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέγκτους — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτέγκτων — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»